-
1 средство
1. (вещество, химикат и т.п.) το υλικόохлаждающее - ψυκτικό -, ο ψυκτικός αγώνпенообразующее - το αφριστικό αντιδραστήριο, αφρίζον -2. (устройство, приспособление) το μέσ/οаппаратные - а вчт. (μηχανολογικά) - α του υπολογιστήпрограммные - а (математическое обеспечение) вчт. το λογισμικό, τα προγράμματαсигнальные - а τα μέσα/ο εξοπλισμός σηματοδότησηςтранспортное - συγκοινω-νίας/μεταφοράς, μεταφορικό -3. (фарм., мед.) το φάρμακο, η ουσίαболеутоляющее - αναλγητικό -, το παυσίπονοобезболивающее - αναλγητικό -, αναισθητικό -слабительное - (фарм.мед.) καθαρτικό -, υπακτικό -4. (приём, способ действия) το μέσ/ο, το μέτροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > средство